λύγκα

λύγκα
λύγξ 1
lynx
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λύγγιος — λύγγιος, ία, ον (Α) [λυγξ (I)] αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («δέρμα λύγγιον», Διοκλητ.) …   Dictionary of Greek

  • λύγκειος — α, ο (AM λύγκειος, εία, ον) [λυγξ (I)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύγκα 2. οξυδερκής σαν τον λύγκα ή σαν τον Λυγκέα, μυθικό πρόσωπο που ήταν ονομαστό για την οξύτατη όρασή του («λυγκείου βλέμματος», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • λύγκος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Σκυθίας. Κάποια εποχή φιλοξενούσε τον Τριπτόλεμο, ο οποίος έφερε την ιδιότητα του απεσταλμένου της Δήμητρας. Αποπειράθηκε να τον σκοτώσει και να οικειοποιηθεί τη δόξα του, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Λυγκέων, Ακαδημία των- — (Accademia dei Lincei). Η παλαιότερη και σημαντικότερη ιταλική Ακαδημία. Εδρεύει στη Ρώμη και διαιρείται σε δύο τμήματα: α) των φυσικών, μαθηματικών και φυσιογνωστικών επιστημών και β) των ηθικών, ιστορικών, κριτικών και φιλολογικών επιστημών. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”